- τσάμι
- το(λ. τουρκ.)1. το πεύκο.2. ξύλο από πεύκο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσάμι — το, Ν (διαλ. τ.) πεύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cam] … Dictionary of Greek